ῥάμφους

ῥάμφους
ῥάμφος
crooked beak
neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πελεκάνος — (pelecanus onocrotalus). Πτηνό της οικογένειας των πελεκανιδών, της τάξης των πελεκανόμορφων. Το στεγανόποδο αυτό έχει κοινά μερικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά με τα άλλα μέλη της οικογένειας που προαναφέρθηκαν. Το ράμφος είναι πολύ μεγάλο και… …   Dictionary of Greek

  • ορνιθόρυγχος — (ornithorhynchus anatinus). θηλαστικό της τάξης των μονοτρημάτων. Το ενήλικο αρσενικό μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 60 εκ., από τα οποία το ένα τρίτο καταλαμβάνει η ουρά, που είναι πεπλατυσμένη και μυώδης. Το κεφάλι χαρακτηρίζεται από ρύγχος σε… …   Dictionary of Greek

  • γλάρος — Κοινή ονομασία διάφορων στεγανοπόδων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Λέγεται και λάρος. Ο γ. έχει σώμα ατρακτοειδές και φτερούγες πολύ μακριές και μάλλον μυτερές· η ουρά του έχει μέτριες διαστάσεις, ενώ η άκρη της είναι ελαφρά στρογγυλεμένη ή …   Dictionary of Greek

  • γλαρός — Κοινή ονομασία διάφορων στεγανοπόδων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Λέγεται και λάρος. Ο γ. έχει σώμα ατρακτοειδές και φτερούγες πολύ μακριές και μάλλον μυτερές· η ουρά του έχει μέτριες διαστάσεις, ενώ η άκρη της είναι ελαφρά στρογγυλεμένη ή …   Dictionary of Greek

  • γύπας — ο (AM γύψ, Μ και γύπας) αρπακτικό πουλί που μοιάζει με αετό, όρνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία πουλιού (πρβλ. γλαυξ, γρυψ, σκωψ). Στον τ. γυψ απαντά το θ. γυ «οτιδήποτε κυρτωμένο, σπηλιά» (πρβλ. γύαλον) με παρέκταση σε π , πιθ. εξαιτίας τού κυρτού ράμφους …   Dictionary of Greek

  • επιρρυγχίς — ἐπιρρυγχίς, ἡ (Α) [ρύγχος] το κυρτό τμήμα τού ράμφους τών αρπακτικών πτηνών …   Dictionary of Greek

  • ετερόπτερα — Τάξη ημιπτεροειδών εντόμων με ατελή μεταμόρφωση, η οποία αριθμεί περίπου 25.000 χερσόβια και υδρόβια είδη. Τα έντομα αυτά έχουν μεταπλάσει τα εμπρόσθια πτερύγια σε ημιέλυτρα, τα οποία –όταν το ζώο μένει ακίνητο– τοποθετούνται οριζόντια πάνω στο… …   Dictionary of Greek

  • καλέμι — Ατσάλινο εργαλείο που χρησιμοποιείται στην κοσμηματοποιία για τη χάραξη των μετάλλων. Κ. ονομάζεται επίσης και ένα προϊστορικό εργαλείο από πυρίτη, αρκετά διαδεδομένο στην ανώτερη παλαιολιθική εποχή, το οποίο όμως εμφανιζόταν σποραδικά και στην… …   Dictionary of Greek

  • καρδινάλιος — I (Cardinalis). Στρουθιόμορφα πτηνά της οικογένειας των σπιζιδών, ιθαγενή της Βόρειας Αμερικής. Έχουν ένα χαρακτηριστικό λοφίο στο κεφάλι και κόκκινο φτέρωμα – τουλάχιστον σε ορισμένα τμήματα. Τυπικός εκπρόσωπος της ποικιλόμορφης αυτής ομάδας… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλόποδα — Μία από τις επτά ομοταξίες των μαλακίων. Περιλαμβάνει ζώα με αμφίπλευρη συμμετρία, τα πιο εξελιγμένα μέσα στο φύλο των μαλακίων. Τα κ. κατατάσσονται σε επτά υφομοταξίες, από τις οποίες μόνο δύο περιλαμβάνουν σύγχρονους αντιπροσώπους· αυτές είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”